μετωποπαγής

μετωποπαγής
-ές
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέρας που δημιουργήθηκε από δύο άτομα ενωμένα στο μέτωπο
2. το αρσ. ως ουσ. ο μετωποπαγής
τέρας που δημιουργήθηκε από ένωση δύο ατόμων κατά το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπο + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην αόρ. β' τού πήγνυμι), πρβλ. προσωπο-παγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”